- πυγοστόλος
- πῡγο-στόλος, ον, epith. of a woman,A decorating the πυγή, with collat. notion of lewd, Hes.Op.373.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πυγοστόλος — πῡγοστόλος , πυγοστόλος decorating the masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πυγοστόλος — ον, Α αυτός που στολίζει τα οπίσθιά του. [ΕΤΥΜΟΛ. < πυγή + στόλος (< στόλος < στέλλω), πρβλ. πομπο στόλος] … Dictionary of Greek
πυγοστόλον — πῡγοστόλον , πυγοστόλος decorating the masc/fem acc sg πῡγοστόλον , πυγοστόλος decorating the neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)